- καπνιστικός
- καπνιστικός, zum Räuchern tauglich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καπνιστικός — ή, ό (Α καπνιστικός, ή, όν) [καπνίζω] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνιστή ή στο κάπνισμα αρχ. κατάλληλος για κάπνισμα τροφίμων … Dictionary of Greek